φασικός

φασικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φάση: Φασική απόκλιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φασικός — ή, ό, Ν [φάση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φάση 2. φρ. «φασική απόκλιση» φυσ. η χρονική απόσταση μεταξύ τάσεως και εντάσεως τού εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος …   Dictionary of Greek

  • πολυφασικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει πολλές φάσεις, που εμφανίζεται με πολλές μορφές 2. φρ. «πολυφασικό ηλεκτρικό σύστημα» (ηλεκτρολ.) σύνολο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, τάσεων ή ρευμάτων, τής ίδιας συχνότητας, τα οποία παρουσιάζουν ανά δύο διαφορά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”